σιάζω — και σάζω ΝΜ, και σιάχνω Ν (μτβ.) καθιστώ κάτι ίσο, ευθύ, ομαλό ή επίπεδο, ευθειάζω, ισιώνω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση ή τό επαναφέρω στην αρχική καλή του κατάσταση, τακτοποιώ, διευθετώ, συγυρίζω («σιάξε το μαντίλι σου») 2.… … Dictionary of Greek
τσακώνω — και διαλ. τ. τζακώνω Ν 1. πιάνω στην τσάκα, συλλαμβάνω, παγιδεύω 2. (ειδικά) συλλαμβάνω κάποιον τη στιγμή που κάνει κάτι, ιδίως κακό («τόν τσάκωσα να κλέβει») 3. (κατ επέκτ.) πιάνω, αρπάζω 4. μέσ. τσακώνομαι φιλονικώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω… … Dictionary of Greek
Λαμίσκος — (4ος αι. π.Χ.). Πυθαγόρειος φιλόσοφος. Ανήκε στον κύκλο του Ταραντίνου Αρχύτα, του οποίου ήταν συμπολίτης. Και οι δύο είχαν συνδεθεί φιλικά με τον Πλάτωνα και βοήθησαν στην απελευθέρωσή του από τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, ο οποίος τον… … Dictionary of Greek
μαλώνω — μαλώνω, μάλωσα, μαλωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: μαλώνω : η μτχ. μαλωμένος σημαίνει κυρίως → αυτός που έχει μαλώσει (καβγαδίσει, φιλονικήσει) με κάποιον και όχι → αυτός που τον έχουν μαλώσει … Τα ρήματα της νέας ελληνικής