φιλονικήσει

φιλονικήσει
φιλονῑκήσει , φιλονεικέω
aor subj act 3rd sg (epic)
φιλονῑκήσει , φιλονεικέω
fut ind mid 2nd sg
φιλονῑκήσει , φιλονεικέω
fut ind act 3rd sg
φιλονικέω
to be fond of victory
aor subj act 3rd sg (epic)
φιλονικέω
to be fond of victory
fut ind mid 2nd sg
φιλονικέω
to be fond of victory
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιάζω — και σάζω ΝΜ, και σιάχνω Ν (μτβ.) καθιστώ κάτι ίσο, ευθύ, ομαλό ή επίπεδο, ευθειάζω, ισιώνω νεοελλ. 1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση ή τό επαναφέρω στην αρχική καλή του κατάσταση, τακτοποιώ, διευθετώ, συγυρίζω («σιάξε το μαντίλι σου») 2.… …   Dictionary of Greek

  • τσακώνω — και διαλ. τ. τζακώνω Ν 1. πιάνω στην τσάκα, συλλαμβάνω, παγιδεύω 2. (ειδικά) συλλαμβάνω κάποιον τη στιγμή που κάνει κάτι, ιδίως κακό («τόν τσάκωσα να κλέβει») 3. (κατ επέκτ.) πιάνω, αρπάζω 4. μέσ. τσακώνομαι φιλονικώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω… …   Dictionary of Greek

  • Λαμίσκος — (4ος αι. π.Χ.). Πυθαγόρειος φιλόσοφος. Ανήκε στον κύκλο του Ταραντίνου Αρχύτα, του οποίου ήταν συμπολίτης. Και οι δύο είχαν συνδεθεί φιλικά με τον Πλάτωνα και βοήθησαν στην απελευθέρωσή του από τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, ο οποίος τον… …   Dictionary of Greek

  • μαλώνω — μαλώνω, μάλωσα, μαλωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: μαλώνω : η μτχ. μαλωμένος σημαίνει κυρίως → αυτός που έχει μαλώσει (καβγαδίσει, φιλονικήσει) με κάποιον και όχι → αυτός που τον έχουν μαλώσει …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”